παρέμπτωση

παρέμπτωση
η / παρέμπτωσις, -ώσεως, ΝΑ [παρεμπίπτω]
νεοελλ.
ιατρ. διαταραχή στον παλμό τών αρτηριών, ανώμαλος σφυγμός
αρχ.
1. (για υγρό) εισροή, διείσδυση
2. σύμπτωση, συμβάν
3. γραμμ. α) παρεμβολή λέξεων, σκέψεων, γραμμάτων
β) υπονοούμενο
4. ιατρ. (για αίμα) μετάγγιση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”